- διαμύδησις
- διαμύδησις [pron. full] [ῠ], εως, ἡ,A decay, mortification, Sor.1.73.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαμύδησις — διαμύδησις, η (Α) [διαμυδώ] σάπισμα, αλλοίωση ιστού ή οστού, που εμφανίζεται με σπογγοειδή μορφή … Dictionary of Greek
διαμύδησιν — διαμύδησις decay fem acc sg διαμυδάω become fungoid pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)